όριο  ηλικίας

όριο  ηλικίας
cтароcната  граница

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όριο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Στην περιοχή της κοινότητας υπάρχει ναός της Παναγίας της Μονομερίτισσας που έχει χαρακτηριστεί «διατηρητέον μνημείον». * * * το (ΑΜ ὅριoν) [όρος (Ι)] 1. το ακραίο σημείο …   Dictionary of Greek

  • εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …   Dictionary of Greek

  • Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • οψιγαμίου — ὀψιγαμίου γραφή, ἡ (Α) [οψίγαμος] ποινική δίωξη για αναβολή τού γάμου πέρα από το καθιερωμένο όριο ηλικίας, αλλ. οψιγαμίου δίκη …   Dictionary of Greek

  • σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… …   Dictionary of Greek

  • υπερετής — ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει υπερβεί το όριο ηλικίας, τη δυνατότητα κατάταξης σε άλλη φορολογική κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ετής (< ἔτος), πρβλ. ἀμφι ετής] …   Dictionary of Greek

  • Κυριλλόπουλος, Κωνσταντίνος — (1874 – 1945). Νομομαθής, πρόεδρος του Αρείου Πάγου (1941 45). Εισήλθε στο δικαστικό σώμα το 1902 και διετέλεσε πρώτος πρόεδρος πρωτοδικών Κοζάνης. Το 1941 έγινε πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Το 1935 ο νομομαθής και πολιτικός Κωνσταντίνος Δεμερτζής… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”